- προετοιμάζω
- ΝΜΑ1. ετοιμάζω κάτι από πριν, προπαρασκευάζω (α. «...προετοίμασαν το πραξικόπημα λεπτομερώς» β. «τὸ ἡμῑν αὐτοῑς τὴν ἀσφάλειαν προετοιμάσαι», Ιωάνν. Κατακ.)2. προπαρασκευάζω, προδιαθέτω κάποιον για κάτι (α. «τόν προετοίμασα για να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία την κατάσταση» β. (για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή) «προοδοποιών παρεγένετο καὶ προετοιμάζων», Ιωάνν. Χρυσ.)3. μέσ. προετοιμάζομαιετοιμάζω τον εαυτό μου για κάτι, παίρνω εκ τών προτέρων τα αναγκαία μέτρα, κάνω τις απαραίτητες ενέργειες (α. «προετοιμάζομαι για τις εξετάσεις» β. «εἰς ἐξορίαν προητοιμάζετο», Γ. Παχυμ.γ. «ἐὰν ούν προετοιμάσησθε καὶ μετανοήσητε πρὸς τὸν Κύριον», Ερμ.)μσν.-αρχ.παθ. γίνομαι έτοιμος για κάτι, μέ έχουν ετοιμάσει εκ τών προτέρων (α. «τὴν προητοιμασμένην ἡμῑν βασιλείαν», Ιωάνν. Χρυσ.)β. «τὸ προητοιμασμένον Περσικὸν δεῑπνον», Πλούτ.)αρχ.μέσ. ετοιμάζω εκ τών προτέρων κάτι για δική μου χρήση, για να ωφεληθώ («προετοιμάσατο δὲ τάδε», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.